Dictionary of Greek. 2013.
μητατεύω — και μητεύω και μιτατεύω (ΑΜ) επιτάσσω οικήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. metatum, ου δ. τής μτχ. τού ρ. metor «στρατοπεδεύω»] … Dictionary of Greek